- σφύρα
- η, ΝΜΑτο σφυρίνεοελλ.1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το παραπάνω εργαλείο3. (αθλ.) α) μεταλλική σφαίρα δεμένη στο άκρο αλυσίδας την οποία ο αθλητής περιφέρει γύρω από το σώμα του για να τής δώσει επιτάχυνση προκειμένου να την εκσφενδονίσει όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη απόστασηβ) (κατ' επέκτ.) το αγώνισμα το οποίο συνίσταται στην εκτίναξη τής σφαίρας αυτής («οι αθλητές αγωνίστηκαν στη σφύρα»)4. φρ. α) «μεταξύ σφύρας και άκμονος» — μεταξύ δύο πιθανών αλλά το ίδιο επικίνδυνων λύσεων, σε εξαιρετικά δυσχερή θέσηβ) «μηχανική σφύρα»τεχνολ. φορητό, ή προσαρμοσμένο σε κινητό φορείο, μηχανικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για την με επαναληπτικές κρούσεις θραύση ή διάτρηση πετρωμάτων σε εργασίες επιφανειακών ή υπόγειων εκσκαφώννεοελλ.-μσν.είδος όπλου τών πεζοπόρων κατά την περίοδο τού μεσαίωνααρχ.1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο έσπαζαν τους βώλους τής γης, βωλοκόπι2. ανάχωμα ανάμεσα στα αυλάκια οργωμένου χωραφιού3. μέτρο γεωργικής έκτασης4. (κατά τον Ησύχ.) το ψάρι σφύραινα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφῦρα (< *σφῠρ-ja) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)p(h)r- τής ΙΕ ρίζας *(s)p(h)er- «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r ως -υρ-, πρβλ. ἄγυρις (βλ. και λ. σφυρό). Επομένως, η λ. σφῦρα θα πρέπει να είχε αρχικά τη σημ. «αυτή που χτυπά, που σπρώχνει, εργαλείο που χτυπά». Δυσερμήνευτες, εξάλλου, διαφορές από την αρχική σημ. τής ρίζας εμφανίζουν και οι τ. σφυρόν* και σφαῖρα*, οι οποίοι ανάγονται επίσης στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ίδιας ρίζας (για τη διαφορετική απόδοση τού -r ως -υρ- και -αρ- πρβλ. πιθ. σπάρτον: σπυρίς)].
Dictionary of Greek. 2013.